- ξυλιτόλη
- ηχημ. άκυκλη οργανική ένωση, πεντασθενής αλκοόλη που αποτελεί προϊόν αναγωγής τής ξυλόζης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xylitol < xyl- (< ξύλο) + -itol (-ite [< -ίτης*]) + -ol, κατάλ. τής χημικής ορολογίας].
Dictionary of Greek. 2013.